πύστις

πύστις
-εως, ἡ, Α
1. ερώτηση, εξέταση, έρευνα («κοινὴ γὰρ ἔσται ἡ πύστις ὑπὲρ ἐμοῡ τε καὶ σοῡ», Πλάτ.)
2. καθετί που μαθαίνει κανείς ρωτώντας, πληροφορία, φήμη
3. φρ. «κατὰ πύστιν» — σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *πυθ-τις < θ. πυθ- τού πυ-ν-θάνομαι + επίθημα -τις με συριστικοποίησή τού -θ- πριν από το -τ- (πρβλ. πίστις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πύστις — πύστῑς , πύστις inquiry fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πύστις inquiry fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύστει — πύστις inquiry fem nom/voc/acc dual (attic epic) πύστεϊ , πύστις inquiry fem dat sg (epic) πύστις inquiry fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύστεις — πύστις inquiry fem nom/voc pl (attic epic) πύστις inquiry fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύστη — πύστις inquiry fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύστης — πύστις inquiry fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύστιν — πύστις inquiry fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • bheudh-, nasal bhu-n-dh- —     bheudh , nasal bhu n dh     English meaning: to be awake, aware     Deutsche Übersetzung: “wach sein, wecken, beobachten; geweckt, geistig rege, aufmerksam sein, erkennen, or andere in addition veranlassen (aufpassen machen, kundtun,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • ένοσις — ἔνοσις, η (Α) κλονισμός, σεισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης προελεύσεως. Η υπόθεση ότι ένοσις < *εν Fοθ τις (πρβλ. ωθώ) αίρεται από το ότι το συμφωνικό σύμπλεγμα θ τ τής Αρχαίας εξελίσσεται σε στι (πρβλ. πύστις / πεύσις) και επί πλέον δεν υπάρχει… …   Dictionary of Greek

  • πυνθάνομαι — και ποιητ. τ. πεύθομαι Α 1. ζητώ να πληροφορηθώ ή μαθαίνω κάτι εξ ακοής, πληροφορούμαι (α. «ἀπ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν ἐλθὼν πύθηται», Αισχύλ. β. «ἐξιστορήσαντες τὰ ἐβούλοντο πυθέσθαι», Ηρόδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι (α. «μάχης… …   Dictionary of Greek

  • πυστιώμαι — άομαι, Α [πύστις] ζητώ να μάθω, ζητώ πληροφορίες («ἐν ᾧ πυστιῶνται καὶ πυνθάνονται τοῡ θεοῡ», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”